Τα δύο Πλήγματα της Πολιτείας κατα του Βαρβακείου

Μιχ. Σταθόπουλος

καθηγητής Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

τ Υπουργού Δικαιοσύνης

αποφοίτου Βαρβακείου

 

Το Βαρβάκειο ήταν (και είναι) ένα δημόσιο σχολείο. ‘Ηταν επίσης (και δεν είναι πια) ένα πρότυπο σχολείο. Και ακόμη ήταν (και είναι) ένα ιστορικό σχολείο. Aξιζε και αξίζει την υπoστήριξη και για τους τρεις αυτούς λόγους.

Ως δημόσιο σχολείο προσφέρει, μεταξύ άλλων, εκπαίδευση δωρεάν. Διακρίσεις ανάλογα με την oικoνoμική κατάσταση της oικoγένειας των μαθητών δεν γίνονται. Η δημοκρατικότητα αυτή του δίνει (οπως και στα άλλα βεβαια δημόσια σχολεία) μια υπεροχή απέναντι στα ιδιωτικά σχολεία.

Ως πρότυπο σχολείο επέλεγε, με αυστηρά αξιοκρατικό διαγωνισμό, τους μαθητές και τους διατηρούσε μόνο αν είχαν καλή (και πάνω) επίδοση στα μαθήματα. Ακόμη το μαθητικό δυναμικό του το ενίσχυε κόθε χρόνο με αριστείς από γυμνάσια της επαρχίας.


 

Αξιοκρατία…


Η αξιοκρατία δεν είναι ασυμβίβαστη με τη δημοκρατική αρχή και ειδικότερα με την αρχή της ισότητας, όπως μερικοί φαίνεται να νoμίζoυν. Η επιβαλλόμενη ισότητα είναι αναλογική (όμοια μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων). Ανωμαλία αποτελεί, αντίθετα, η ισοπέδωση ανόμοιων περιπτώσεων. ‘Οταν η φύση ή η κληρονομικότητα ή έστω και το περιβάλλον των παιδικών χρόνων πρoικίζει ένα μαθητή με περισσότερα πνευματικά προσόντα από έναν άλλο (ο οποίος φυσικά μπορεί να υπερέχει ή να έχει περισσότερη κλίση σε άλλα πεδία) και αυτό φαίνεται, συχνά, από πολύ νωρίς, η δημιουργία εκπαιδευτικών συνθηκών προσαρμοσμένων στις ικανότητές του και, άρα, πρόσφορων για την ανάπτυξη των μεγαλύτερων του μέσου όρου δυνατοτήτων του είναι και δίκαιη γι’ αυτόν και χρήσιμη για το κοινωνικό σύνολο. Τα πρότυπα σχολεία εξυπηρετούν αυτόν το σκοπό. Μια κοινωνία που θέλει να πάει μπροστά οφείλει να αξιοποιεί τις δυνάμεις της και γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνει έγκαιρα τα μέτρα της. Στην Ελλάδα ατυχώς υπάρχουν πολλές δυνάμεις που παραμένουν ανεκμετάλλευτες και μάλιστα δυνάμεις προερχόμενες από οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Κάνουμε ελάχιστα ακόμη και για τον εντοπισμό του έμψυχου αυτού πλούτου και την έγκαιρη ανάδειξη του. Η «Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή», όπως λεγόταν το σχολείο την εποχή της επιλογής των μαθητών με διαγωνισμό, είχε μαθητές από όλες τις κοινωνικές τάξεις, ίσως περισσότερους από τις ασθενέστερες.

Τέλος, το Βαρβάκειο έχει ιστορία που φθάνει πίσω, ως πριν από την Ελληνική Επανάσταση.

‘Οταν ο νεαρός ναυτικός από τα Ψαρά, Ιωάννης Βαρβάκης, γεμάτος φλογερό ενθουσιασμό για την απελευθέρωση της πατρίδας, έπαιρνε μέρος στην επανάσταση των Ψαριανών υπέρ των Ρώσων στον ρωσοτουρκικό πόλεμο (μετατρέποντας το εμπορικό του πλοιάριο σε καταδρομικό και πυρπολικό) και διακρινόταν στη ναυμαχία του Τσεσμέ το 1770, σώζoντας μεταξύ άλλων τη ρωσική ναυαρχίδα που ήταν εκτεθειμένη στο πυρ ολόκληρης τουρκικής μοίρας και συμβάλλοντας στην καταστροφή του τουρκικού στόλου, δεν μπορούσε να φαντασθεί τη συνέχεια των ηρωικών του πράξεων. Ύστερα από πολλά χρόνια, αμειβόταν από τους ευγνώμονες Ρώσους, που δεν είχαν ξεxάσει, με την παραχώρηση δικαιωμάτων ατελούς αλιείας και παρασκευής χαβιαρίου στην Κασπία θάλασσα.

Ετσι ο Βαρβάκης έγινε πλούσιος και έχοντας συλλάβει ποια ήταν, ίσως, η μεγαλύτερη ανάγκη του υπόδουλου γένους, ονειρευόταν να βοηθήσει στη μόρφωση του πληθυσμού, που ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του αναλφάβητος. Η μόρφωση ήταν ένα αγαθό που και ο ίδιος είχε στερηθεί στη δύσκολη παιδική του ηλικία. Τα χρόνια πέρασαν. Ήλθε η Επανάσταση του ’21. Ο γέροντας πια Βαρβάκης, συνεπαρμένος από την Επανάσταση, αισθάνθηκε, όπως φαίνεται από αλληλογραφία του με τον Καποδίστρια, ότι ήταν πια η κατάλληλη στιγμή και για μια άλλη, στο χώρο της Παιδείας αυτή, Ανάσταση. Με διαθήκη του το 1825 άφησε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο Ελληνικό έθνος για την ίδρυση λυκείου, όπου να μπορεί να διδάσκεται και να εκπαιδεύεται η ελληνική νεολαία. Πράγματι, με Β.Δ. του 1843 αποφασίσθηκε η ίδρυση λυκείου που θα έφερε το όνομα του Βαρβάκη. Το Βαρβάκειο, λειτουργώντας κατά βάση όπως τα υπόλοπα δημόσια γυμνάσια, αλλά συντηρούμενο επί πολλές δεκαετίες από τους τόκους του κληροδοτήματος που είχε κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα, απέκτησε και λαμπρό κτήριο, που ανοικοδομήθηκε στην οδό Αθηνάς και που, ατυχώς, κάηκε στα Δεκεμβριανά το 1944. Από την αρχή το Βαρβάκειο εχώρισε σε ένα από τα πρώτα, λίγα ακόμη, σχολεία της χώρας. Από τότε και επί περισσότερο από έναν αιώνα εκπαίδευε την ελληνική νεολαία παρέχοντας υψηλης στάθμης για τα εκάστοτε δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας παιδεία. Στις ανεκτίμητες υπηρεσίες που προσέφερε προστέθηκε από το 1886 με την ίδρυση πρακτικού Τμηματος του Λυκείου από την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη, η εισαγωγή εκπαίδευσης που παρασκεύαζε τους μαθητές στις θετικές επιστημες, μια σημαντική καινοτομία για τα τότε εκπαιδευτικά δεδομένα.

Οταν ο ίδιος φοιτούσα στο Βαρβάκειο τη δεκαετία του ’50, το σχολείο αυτό ήταν μαζί με το Πειραματικό Σχολείο (και ίσως 2-3 ακόμη σχολεία), το καλύτερο της Αθήνας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και από τα πρώτα της χώρας. Γι’ αυτό και είχε την προτίμηση γονέων και μαθητών.

Τη μακρόχρονη και σημαντική παρουσία του σχολείου αυτού στην εκπαιδευτική ιστορία της χώρας, σχολείου μάλιστα που η γέννηση του ιστορικά συνδέεται, όπως είδαμε, με την Ελληνική Επανάσταση, όφειλε να την σεβασθεί η Ελληνική Πολιτεία. Οποιεσδήποτε εκσυγχρονιστικές και ανανεωτικές εκπαιδευτικές προσπάθειες δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστες με τη διατήρηση και ενίσχυση δοκιμασμένων εκπαιδευτικών θεσμών. Αντί γι’ αυτό, η Πoλιτεία παραμέλησε τελείως την υποδομή του Βαρβακείου έτσι ώστε το ιστορικό αυτό σχολείο να είναι σήμερα ελάχιστα ελκυστικό σε σύγκριση με άλλα γυμνάσια και λύκεια του ιδιωτικού τομέα, που διαθέτουν πολύ καλύτερες εγκαταστάσεις και προηγμένο τεχνολογικό εξοπλισμό (πρώτο πλήγμα). Και, σαν να μην έφτανε αυτό, του αφαίρεσε την ιδιότητα του πρότυπου σχολείου, καταργώντας μεταξύ άλλων τον εισιτήριο διαγωνισμό για την επιλογή των καλύτερων μαθητών, που καθιστούσε ευχερέστερη την παροχή παιδείας υψηλού επιπέδου (δεύτερο πλήγμα). Πιστευόταν προφανώς (δείγμα μάλλον λαϊκιστικής νοοτροπίας) ότι διαφοροποιήσεις με βάση τις επιδόσεις στις σπουδές, δηλ. με βάση την αξιοκρατία, είναι αντιδημοκρατικές!

Αποτέλεσμα: Σήμερα, σ’ αντίθεση με την πριν από λίγες μόνο δεκαετίες εποχή, τα καλύτερα σχολεία της χώρας είναι ορισμένα ιδιωτικά και ξενόγλωσσα (κολλέγια κ.λπ.). Τα τελευταία, μάλιστα, έχουν, φυσικά, ολη την υποστήριξη (υλική και λοιπή) της χώρας με την οποία συνδέονται. ‘Οτι είναι χρήσιμα και τα ιδιωτικά και τα ξενόγλωσσα σχολεία στην ελληνική κοινωνία και ότι πρέπει να είναι καλά σχολεία δεν αμφισβητείται. ‘Οτι έπρεπε όμως να είναι τα καλύτερα της χώρας (όπως έχει γίνει στην Ελλάδα) δεν είναι αυτονόητο και κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει στις περισσότερες προηγμένες χώρες. Εχουμε τόσο συμβιβασθεί με την ιδέα ότι δεν βρίσκει κανείς στο δημόσιο τομέα σχολεία που να μπορούν όχι να επικρατούν, αλλά να συναγωνίζονται τα επιφανή ιδιωτικά και τα ξενόγλωσσα, ώστε δεν κάνουμε τίποτε για να αλλάξoυμε αυτή την κατάσταση. Είναι σαν να έχουμε την πρόθεση να υπoστηρίξoυμε μ’ αυτόν τον τρόπο τα ξενόγλωσσα και ιδιωτικά σχολεία σε βάρος των δημόσιων. Και εν πάση περιπτώσει, η παραμέληση ανάδειξης πρότυπων δημόσιων σχολείων πριμοδοτεί, κατά το αποτέλεσμα, τα ιδιωτικά και ξενόγλωσσα και τα διευκολύνει να έχουν σχεδόν το μονοπώλιο των περίοπων σχολείων.

Επιπλέον, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο, οι ηγετικές δυνάμεις του τόπου, συμπεριλαμβανομένων και των εκπροσώπων της Πολιτείας και του πολιτικού χώρου (σε ορισμένες περιπώσεις ακόμη και του κομμουνιστικού κόμματος) να κόπτονται να στείλουν (και να στέλνουν πράγματι) τα παιδιά τους στο αμερικανικό κολλέγιο, δίνοντας πρώτοι το παράδειγμα στους Ελληνες πολίτες για το τι πρέπει να κάνουν και αυτοί (αν το μπορούν βέβαια). Οι γονείς παλιά επεδίωκαν για τα παιδιά τους μια θέση στο Βαρβάκειο ή στο Πειραματικό. Σήμερα κάνουν το ίδιο με το Κολλέγιο ή τη Σχολή Μωραίτη κλπ.

Υπάρχει, άραγε, ελπίδα να σκεφθούν κάποιοι αρμόδιοι του Υπουργείου Παιδείας (και να φροντίσουν γι’ αυτό) ότι, όχι μόνο όλα τα σχολεία του δημόσιου τομέα πρέπει φυσικά να βελτιωθούν, αλλά και ‘ότι ανάμεσά τους πρέπει να υπάρχουν και κάποια, και πρωτίστως το ιστορικό Βαρβάκειο, που να μπορούν αντικειμενικά να προσελκύουν τουλάχιστον το ίδιο όσο και τα σήμερα θεωρούμενα καλύτερα σχολεία της χώρας; Μάλλον όμως δεν δικαιολογείται αισιοδοξία, αν σκεφθεί κανείς ότι ακόμη και Υπουργοί Παιδείας και μάλιστα, σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων των δύο τελευταίων δεκαετιών , δηλ. οι επικεφαλής του αρμόδιου για την προαγωγή της δημόσιας εκπαίδευσης Υπουργείου, προτιμούν -δικαίωμά τους- επίσης τα Κολλέγια για τα παιδιά τους.

Δεν μου μένει παρά να αναφωνήσω (έστω και με μια δόση συναισθηματισμoύ, αφού η οικογένειά μου επιμένει στο Βαρβάκειο επί τέσσερις γενιές: παππούς, πατέρας, αδελφοί και ο ίδιος, γιος): Ο tempora ο mores!