Περί Αριστείας, δια της γραφίδας του Κώστα Γεωργουσόπουλου

Περί Αριστείας

Για τη γενιά μου, άλλη ελπίδα δεν υπήρχε από την προκοπή στα γράμματα. Αυτό το σύνδρομο μας το κληροδότησαν ο Κοραής, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Πατροκοσμάς και οι ευχές των ξενιτεμένων παππούδων μας

Κώστας Γεωργουσόπουλος  | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 29/08/2015 08:00 |

Περί Αριστείας

3

Πριν πολλά πολλά χρόνια, σ’ αυτόν τον έρμο τόπο με πραξικοπήματα, δικτατορίες, κατοχές, εμφύλιους πολέμους, προσφυγιά, μετανάστευση, φτώχεια και των γονέων, μαθαίναμε γράμματα και η Αριστεία ήταν η επιδίωξή μας. Δεκάδες χιλιόμετρα διατρέχαμε από τα χωριά, τις κωμοπόλεις που δεν είχαν γυμνάσιο να φτάσουμε ξυπόλητοι με χιόνια, βροχές, λιοπύρι εκεί όπου υπήρχε η πηγή των γνώσεων, να ρουφήξουμε συνεχώς αχόρταγοι τα νάματα, όπως λέγανε οι δάσκαλοι, της παιδείας.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος περπατούσε ώρες ξυπόλητος από τα χωριά της Ακαρνανίας για να φτάσει στο Καρπενήσι. Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ξυπόλητος από το χωριό Μαγούλα της Λακωνίας για να ξεδιψάσει στη Σπάρτη. Ετσι, για να αναφέρω δύο πανεπιστημιακούς Δασκάλους που στον αιώνα τους τίμησαν τα Γράμματα και τις Επιστήμες, σπούδασαν στα μεγάλα εκπαιδευτικά κέντρα της Ευρώπης, δημιούργησαν όταν γύρισαν ζύμωση, ίδρυσαν περιοδικά, ακόμη σήμερα πολύτιμα, μας προίκισαν με φιλοσοφική, κοινωνιολογική, ψυχολογική γνώση συντελώντας εκτός των άλλων στο να αρθρώσουμε μεθόδους και ορολογία απρόσιτη έως τότε.

Ο μέγας Συκουτρής ξεκίνησε ως δάσκαλος και στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Ο Παπανούτσος, δάσκαλος στην επαρχία. Ο Σβορώνος, καθηγητής σε ιδιωτικό σχολείο. Η Αρβελέρ, Παγκρατιώτισσα, επονίτισσα με σταυρωτά φισεκλίκια, έδωσε τη μάχη της στην Κατοχή. Ο Ανδρόνικος δίδαξε σε ιδιωτικό σχολείο ως ωρομίσθιος. Ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου διέπρεψαν στη Γαλλία αφού διέφυγαν στον Εμφύλιο το εκτελεστικό απόσπασμα χάρη στον φιλελληνισμό του Μερλιέ.

Δεν θα εξαντλήσω τον κατάλογο. Ενδεικτικά γράφω. Ολοι αυτοί και χιλιάδες άλλοι της γενιάς πριν από μας και της δικής μας επεδίωξαν την Αριστεία γιατί δεν είχαν άλλη διέξοδο. Μετά την Κατοχή και στη διάρκεια του Εμφυλίου η χώρα ήταν ένα απέραντο ορφανοτροφείο, νεκροταφείο, φυλακές, εξορίες, διώξεις, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, παραγκουπόλεις και απελπισμένοι νέοι που δήλωναν εθελούσια στρατιωτική υπηρεσία για να βρουν τροφή και αντιμισθία στο εκστρατευτικό σώμα της Ελλάδας στην Κορέα!

Συντηρητικοί, βασιλόφρονες συμπολίτες (έχω ντοκουμέντα) έκρυβαν στα υπόγεια των σπιτιών τους κυνηγημένους αριστερούς και δημοσίους υπαλλήλους, έβαζαν το κεφάλι τους στον ντορβά και έστελναν τρόφιμα και ρουχισμό σε δέματα που έφταναν σε εξόριστους συγγενείς τους!

 

Μέσα σ’ αυτό το αιματωμένο τοπίο, ιδίως όσοι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία μάθαμε πολλά και καλά γράμματα. Από δασκάλους στην πλειονότητα αφοσιωμένους και φτωχούς. Σπουδάσαμε και φτάσαμε στα πανεπιστήμια χωρίς φροντιστήριο, χωρίς βοηθητικά βιβλία, χωρίς τηλεόραση, Διαδίκτυο, βιβλιοπωλεία, χωρίς τηλεμάρκετινγκ, χωρίς την ευχέρεια των ταξιδιών.

Το 80% των επαρχιωτόπουλων, αν δεν έφτανε στα δύο τότε Πανεπιστήμια (Αθηνών, Θεσσαλονίκης), στην Πάντειο, στην Ανωτάτη Εμπορική, στο Πολυτεχνείο και στις Στρατιωτικές Σχολές (20% των αποφοίτων του Γυμνασίου – Λύκειο δεν υπήρχε), έβλεπε άλλο χωριό, κωμόπολη ή πόλη εκτός από τη γενέθλια όταν πήγαινε στον στρατό. Ώς το 1954, ούτε οι μετέπειτα σχολικές εκδρομές γίνονταν λόγω του Εμφυλίου και της τρομοκρατίας στην ύπαιθρο. Εως το 1953 γίνονταν αθρόες εκτελέσεις και κυριαρχούσαν στην επαρχία οι ορδές των φανατικών της Δεξιάς. Να εξηγούμαστε, όλοι είχαν θύματα και όλοι ήταν δυνητικά θύτες. Αυτό σημαίνει Εμφύλιος, ξορκίστε τον!

Αλλη ελπίδα δεν υπήρχε από την προκοπή στα γράμματα. Αυτό το σύνδρομο μας το κληροδότησαν ο Κοραής, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Πατροκοσμάς και οι ευχές των ξενιτεμένων παππούδων μας με τα δελτάρια που έρχονταν από το Μπρούκλιν, την Αργεντινή και τη… Βολιβία.

Μέσα στις παράγκες των προσφύγων που εγώ τις πρόλαβα το 1955 που ήρθα στην Αθήνα φοιτητής, στην Καισαριανή, στο Πολύγωνο, στο Δουργούτι, στο φως του κεριού, πίσω από τις λινάτσες που έκρυβαν την είσοδο και τον ήχο της βροχής πάνω στο πισσόχαρτο της στέγης, χιλιάδες παιδιά έμαθαν γράμματα, έγραψαν τα πρώτα τους ποιήματα, σχεδίασαν τις πρώτες μηχανές και δημιούργησαν τη γενιά του ’60, την τρίτη αναγέννηση του πολιτισμού μας μετά τη γενιά του Παλαμά, του Βάρναλη, του Σικελιανού, του Συκουτρή, του Παρθένη, του Καλομοίρη και μετά τη γενιά του Σεφέρη, του Τερζάκη, του Κόντογλου, του Παλλάντιου, του Ροντήρη, του Κουν, του Μινωτή, της Παξινού, του Τσαρούχη. Το ’60 ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος, ο Λεοντής μάς τραγούδησαν ποιητές, ο Ταχτσής, ο Πλασκοβίτης, ο Τσίρκας, ο Καρούζος, ο Ανδρόνικος, ο Αγγελόπουλος, ο Βούλγαρης μας έδωσαν νέα ανάσα που τη φίμωσαν οι γελοίοι συνταγματάρχες.

Ολες αυτές οι αναγεννήσεις έγιναν από νέους κυρίως της επαρχίας που χωρίς μέσα, χωρίς εργαλεία, εφηύραν μόνοι τους μεθόδους και κλειδιά και κώδικες.

Το 1967, η χούντα με ξαπόστειλε δυσμενώς με μετάθεση στο Κρανίδι Ερμιονίδος μαζί με τη γυναίκα μου, το γένος Φλωράκη.

Επιβιώσαμε και ευτυχήσαμε να δημιουργήσουμε ένα φυτώριο νέων διψασμένων για γράμματα και γνώση. Ας μην παρεξηγηθώ που δεν εξαντλώ τον πλούσιο κατάλογο μαθητών μας που πρόκοψαν. Σκεφτείτε μόνο πως η πλειονότητα των μαθητών που έρχονταν από τα χωριά της περιοχής στην Α’ Γυμνασίου μιλούσε αρβανίτικα. Η δίψα τους βρήκε τότε αρτεσιανό ύδωρ. Ετσι, ενδεικτικά τιμώντας εκείνη τη γενιά της σκληρής δικτατορίας (σκεφτείτε πως τη μέρα του πραξικοπήματος του Γλίξμπουργκ εμείς είχαμε να παραδώσουμε ελέγχους στους γονείς και κανείς έως το βράδυ δεν είχε πάρει χαμπάρι για τα γεγονότα!), θα αναφέρω πως μαθητές μου ήταν ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, που βρέθηκε στη Συντονιστική της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και σήμερα είναι εξέχουσα πολιτική και έντιμη προσωπικότητα της νηφάλιας Αριστεράς, ο Δ. Δημαράκης, γενικός επιθεωρητής και στέλεχος της Αυτοδιοίκησης, ο Ν. Γκιώνης, σήμερα εκδότης που μας προικίζει με σημαντική θεωρητική ξένη βιβλιογραφία (εκδόσεις Πόλις), ο Τάκης Σπετσιώτης, κινηματογραφιστής βραβευμένος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σκηνοθέτης θεάτρου και πεζογράφος, ο Βασίλης Γκάτσος, κορυφαίο στέλεχος της βιομηχανίας. Πήρα αντιπροσωπευτικό ευρύ φάσμα επαγγελματικής προκοπής.

 

Ολοι αυτοί αρίστευσαν στο σχολείο, το επεδίωξαν όχι από ματαιοδοξία και ναρκισσισμό αλλά από βαθύτερη ανάγκη να διακριθούν με μόνο εφόδιο τη βαθιά και τεκμηριωμένη γνώση.

Ο πατέρας μου, φιλόλογος ολκής (το μαρτυρούν χιλιάδες ανώνυμοι και κορυφαίοι επώνυμοι όλων των επιστημονικών κλάδων), καμάρωνε και έλεγε: «Σε όλη την καθηγητική μου καριέρα προήχθην πάντα κατ’ απόλυτον εκλογήν. Ποτέ κατ’ αρχαιότητα, που επιλέγονταν όταν εξαντλούνταν η σειρά των αριστούχων».

Και έτσι για την ιστορία των λέξεων. Οι λέξεις άριστος, αριστεία κ.λπ. είχαν την ίδια ρίζα με τον αριθμό, τον αρμό, την αρμονία, την αρετή και τη λατινική ars – artis = τέχνη.