Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

papadiamantisΟ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Γιος παπά, μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του θεού καί εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα και τις λειτουργίες.

Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του. Τα πρώτο γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στη μονή του Ευαγγελισμού. Επί οχτώ μήνες έζησε ως καλόγερος στο “”Αγιον Όρος”. Φοίτησε στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά καί το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός (ο πατέρας του είχε να θρέψει τόσα στόματα) άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις καί προγυμνάσεις μαθητών. Σε συνέχεια γράφτηκε στη φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες πού έκαμε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμα του έγινε καημός και μαράζι του πατέρα του, πού τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί κοί να βοηθήσει τίς τέσσερεις αδελφές του, πού τελικά οι τρεις έμειναν ανύπαντρες καί αυτές του παραστάθηκαν με υική αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές και στις αρρώστιες του,όταν πικραμένος και απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, έφευγε καί κρυβόταν σαν τον τρυποφράχτη, στην ησυχία και μοναξιά του μαγευτικού νησιού του. Μα οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές καί σύντομα αναγκαζόταν ν’αφήσει την ήσυχη γωνιά του και να ξανάρθει στην Αθήνα.

Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί καί νά κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και πού λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής καί λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον αλησμόνητο καί προοδευτικό δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα “Ακρόπολη”. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην “Ακρόπολη” ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δρχ. το μήνα) και αρκετά από συνεργασίες του σε άλλες εφημερίδες καί περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, ή οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Γιατί είναι σπάταλος, κακοδιοίκητος, άταχτος. Όταν πάρει το μισθό του, θα πληρώσει τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (πού έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια) θα δώσει το νοίκι, θα στείλει στη Σκίαθο, θα μοιράσει στους φτωχούς, θα σπαταλήσει σαν άρχοντας μ’ ανοιχτό χέρι, χωρίς υπολογισμό, χωρίς σκέψη της αυριανής μέρας. Κι έτσι θα μείνει, όπως πριν, απένταρος, στενοχωρημένος, χωρίς να μπορέσει να πάρει ένα μαντίλι, ένα πουκάμισο, να κάνει μια φορεσιά ρούχα, πού τόσο είχε ανάγκη. Κι αυτή η ιστορία γίνεται πάντα, τα παθήματα δεν του γίνονται μαθήματα, να βάλει μια τάξη στη ζωή του. Εμεινε για πάντα άτσαλος, αδέξιος, άψήφιστος, αδιάφορος. Δεν είναι άξιος να περιποιηθεί τον εαυτό του, η αναμελιά του δεν έχει όρια, και συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία καί νωθρότητα, με μια πλέρια αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατά σε μια άξιολύπητη αθλιότητα. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, δεν νοιάζεται νια τίποτα. Ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί είναι λιτότατος καί ασκητικός, σκορπάει τα λεπτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά έχει χρήματα στην τσέπη του, “Κατ’ έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..” γράφει κάπου. Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το πιοτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατάστρεψαν την υγεία καί τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.

Μα και γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, οπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό έσωτερικΟ του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του πανέμορφου νησιού του.
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και ύμνητή “του ρόδινου νησιού του”, θρασσομανάν οι ρεματιές, οι χαράδρες, οι αναβασιές, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, όσο και η θαλασσινή του διαμόρφωση, με τ’αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τ’ ακρογιάλια, με διαφορετική το καθένα μορφή, αλλού χαλίκια, αλλού χοντρά βότσαλα, αλλού χρυσαφένια δαντελώματα, αλλού αμμουδερά ονειρεμένα ακρογιάλια, οπως οι περίφημες κουκουναριές, που τα δέντρα τους περπατούν πάνω στο διάπλατο ασημένιο γιαλό και θαρρείς πως είναι έτοιμα να βουτήξουν μέσα στη θάλασσα. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες περνοδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του. Κι όταν πια ο καημός του γίνει στοιχειό και άλλο δε βαστιέται, ο Παπαδιαμάντης τα κάνει διηγήματα, κεντημένα με ποιητικό μαγνάδι, ντύνοντας τα με τα θρησκευτικά βιώματα του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών αγύρτισσες.
Και όταν δεν κάνει τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα θέματα του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας, Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως καί μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα κατάβαθα του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίωσαν με τον Ντοστογιέφσκι.

Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση που ο ίδιος μας άφησε : “Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σοφρωνώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη“.
Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, πλάτυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται οτι αύτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στον τόπο μας. Ο ρακένδυτος μάγος της Σκιάθου διαχύνει στο έργο του μια πλούσια σποτάλη ταλέντου, πού τον κσθιερώνει ως πρωθιεράρχη της πεζογραφίας μας. Ενα απόθεμα μνήμης τροφοδοτεί αείροα τις εμπνεύσεις του, ένας ποιητικός οίστρος τις διαποτίζει, μια μαγεία του λόγου τις μετουσιώνει. Οι ήρωες του απλοί, ταπεινοί, γραφικοί καί βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεων τους με τη ζωή, γίνονται χαρακτήρες και άνθρωποι. Η καθαρεύουσα πού χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πρίν το θάνατο του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος και γόνιμη φαντασία. Σκορπάει στις σελίδες του το απόθεμα της θρησκευτικής του κατάνυξης, που τον συγκλόνισε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στίς εικόνες του, πού έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο ηλιοπλημμυρισμένο Αιγαίο είτε στη φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό ημίφως του μυστικισμού του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιονικής του αγάπης.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Μητέρα του Κόσμου όλου, την Παναγία. Κι όμως, ο Παπαδιαμάντης που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του οτι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Γι’ αυτόν η ποίηση υπήρξε ένα μυστικό σάλεμα της βασανισμένης του μυστικοπάθειας, χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια κι έτσι πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γίνεται και πιο δύσκολη. Η φτώχεια και η μιζέρια, το πιοτό και η ασυλόγιστη απλοχεριά του γίνονται αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, και η υγεία του σε κακά χάλια. Οι φίλοι του Μ. Μαλακάσης, Νώντας Δεληγιώργης, Π. Νιρβάνας, Δ. Κακλαμάνος. Άρ. Προβελέγγιος κ.α, οργανώνουν μια γιορτή στον “Παρνασσό” το 1908, για τα λογοτεχνικά είκοσιπεντάχρονά του και σύγχρονο του μαζεύουν ένα ποσό για να τον βγάλουν από το οικονομικό αδιέξοδο. Και πράγματι ο Παπαδιαμάντης πληρώνει τα χρέη του, αγοράζει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάζεται να γυρίσει στο νησί του. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπαθεί να τον βάλει στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μάρτη 1908 φεύγει για το νησί του, για να μην ξαναγυρίσει στον τόπο της καταδίκης και του μαρτυρίου του. στην πόλη “.. της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών..>> όπως έγραψε. Στο αποχαιρετιστήριο φιλικό φαγοπότι τραγούδησε μας λέει ένα χρονικό, πολύ παθητικά (για πρώτη φορά) σαν να’θελε ν’αφήσει τον τελευταίο χαιρετισμό στους αγαπημένους φίλους και στη ζωή. Ηταν το κύκνειο τραγούδι του!

Στο νησί του εξακολουθεί να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ό Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα υστέρα από λίγο τα χέρια του πρίστηκαν και του είναι δύσκολο να γράφει. Έχει όμως ξαναβρεί τον εαυτό του, χαίρεται το αγαθό της ψυχικής γαλήνης και μοναξιάς και ανακουφίζει τον πόνο του. Σηκωνόταν πολύ πρωί, έφερνε μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι υστέρα έμπαινε στην εκκλησία. Πολλές φορές οδοιπορούσε μόνος του τη νύχτα με φεγγάρι, δίχως να λογαριάζει το δρόμο, τις ανηφοριές, και την κούραση. Ρεμβάζει κι αναπολεί, συλλογιέται και μετεωρίζεται ψυχικά στα ψηλώματα. Εδώ στο νησί του, η ψυχή του φτερουγίζει αποδημητική στις κορυφές και τα ψηλώματα της ασίγαστης καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Γίνεται ένα με τους ταπεινούς ανθρώπους του νησιού, ακούει με θαυμασμό παιδιού τίς διηγήσεις τους και με τον ίδιο θαυμασμό γυρίζει στα ξωκκλήσια και στα πανηγύρια, αποζητώντας το γλυκασμό και τη λύτρωση της θρησκευτικής γαλήνης. Μαζεύει τα ιστορικά του νησιού, τα παλιά χρονικά και συνθέτει τα τελευταία του διηγήματα, του δειλινού της ζωής του, τα πιο μεστά και πιο ολοκληρωμένα.

Δεν πέρασαν, όμως, δυο χρόνια, κι υστέρα από μια επιδείνωση της υγείας του ο Παπαδιαμάντης το Γενάρη του 1911 παράδωσε την ψυχή του στον Ύψιστο, αφού πρωτύτερα είχε κοινωνήσει, νιώθωντας τα χερουβείμ να τον παίρνουν στην παντοτινή πατρίδα τους. Η κηδεία του έγινε μέσα στα δάκρυα καί στο ανυπόκριτο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατος του το πένθος έγινε πανελλήνιο. Οχι μόνο στην Αθήνα και την επαρχία, αλλά καί στην υποδουλωμένη καί ξενιτεμένη Ελλάδα. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου. Οι ποιητές μας του έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφυράς κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος “Φέξη” λίγο αργότερα άρχισε την έκδοση των έργων του, πού έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924 ο Ελευθερουδάκης εκδίδει τα “Απαντα” του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 γίνεται ή γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκίαθο, ενώ στίς εφημερίδες “Ελεύθερον Βήμα” καί “Πολιτεία” δημοσιεύονται τα τελευταία άγνωστα διηγήματα του. Το 1933, επισκεφτήκανε τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες καιάλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του Γάλλοι καί Έλληνες. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά καί πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολούνται πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γ. Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του. Αρχίζει άπω τους λογοτέχνες μας ή κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Μια ομίχλη σκεπάζει τα πάντα. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, πού να δίνουν κάτι το θετικό, που να είναι βγαλμένα από την αντικειμενική μελέτη του έργου του. Σε όλα αυτά τα δημοσιεύματα υπάρχει ζήλος, θαυμασμός, προσπάθεια κατανόησης, αλλά πολύς υποκειμενισμός. Ακόμα κι ως το 1940 ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να είναι ένα μετέωρο, κάτι το απροσδιόριστο, το μυστηριακό και μακρινό, κάτι το απροσπέλαστο, γιατί λείπει από τους κριτικούς ο έλεγχος, το βαθύτερο κοίταγμα, το κοσκίνισμα που θα μας δώσει ξεχωριστά τΟν καρπό του έργου του.
Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι: ο Γαβριηλίδης, ο Πάγκος Καμπούρογλους, ο Κορομηλας, ο Ι. Ζερβός, ο Δημ. Χατζόπουλος (Μποέμ), είναι οι πρώτοι που μίλησαν ανεπιφύλακτα και εγκωμιαστικά για το έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες: ο Ροΐδης, ο Βλάχος, ο Μητσάκης, ο Δαμβέργης, ο Κονδυλάκης, ο Ξενόπουλος, ούτε λέξη για το έργο του. Τον διεκδικούν οι δημοτικιστές γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεν τον συμπαθούν για τη γλώσσα του. Το ίδιο οι καθαρευουσιάνοι, γιατί είναι γλωσσικά συντηρητικός, μα λογοτεχνικά έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τον Παλαμά στα 1899, και τον Νιρβάνα στα 1906, δεν γράφτηκε καμιά (εκτός από τους νέους της Αλεξάνδρειας) και στα είκοσιπεντάχρονά του στον “Παρνασσό” πάλι το 1908, μΟνο Ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης γράφει: “Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης…”. Οι επιφυλάξεις έξακολουθούν. Ο πάντα ανοιχτομάτης Ξενόπουλος διστάζει να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, που “δίνει την άϋλη χαρά της τέχνης”. “Ενα περιβόλι, γράφει, είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του (…). Παντού τα συγκεκριμένα καί τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα (…). Πρόσωπα, όχι δόγματα. Είκόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις”. Το ίδιο κάνει κι ό Νιρβάνας στα 1906 : “Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν(…) την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου καί μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον (…). Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής…”.

Αμέσως, όμως, μετά το θάνατο του όλοι ομόφωνα σχεδΟν τΟν εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρ. Ξενόπουλος τον τίμησε με μιαν από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του : “Ο Παπαδιαμάντης (γράφει) δεν εψεύτηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Εκοψε μόνον Ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής καί αδιάφθορου (…). Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή”, θεωρεί αριστούργημα του Παπαδιαμάντη την ” Φόνισσαν” και την χαρακτηρίζει “τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην”. Ο Κώστας Αθάνατος κήρυξε ότι : “μετά τον Σολωμόν μόνον ο Παπαδιαμάντης υπάρχει σοβαρός εις τα νεοελληνικά γράμματα”. Ο Φ. Πολίτης με ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα γράφει: “Ελλην γνήσιος καί συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος και ηθικής ρώμης…”. Αργότερα τον συνέδεσε με τον Σολωμό. “Μoνο ο Παπαδιαμάντης κι ο Σολωμός, γράφει, μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα από το τυχαίο και το επεισοδιακό”. Παράλληλα με τον φ. Πολίτη, ο Κωστής Μπαστιάς στα 1928, αγωνιζόταν να συνειδητοποιήσει στους νέους το βαθύτερο νΟημα της δημιουργικής απαγγελίας του Παπαδιαμάντη. Στα 1933, ο φ. Μιχαλόπουλος σε μια διεξοδική μελέτη του, εκτός των άλλων τόνισε την παιδικότητα στη μορφή του Παπαδιαμάντη, και εξέτασε το κοινωνικό περιεχόμενο της τέχνης του με το πρίσμα των νέων ιδεών καί με κοινωνιολογικά κριτήρια. Ο Τερζάκης, ο Άγρας και πολλοί άλλοι, νέοι τότε, έχουν τις επιφυλάξεις τους, ακόμα κι όταν στα 1933 ό Γρ. Ξενόπουλος με ένα οξύτατο και αποστομωτικό άρθρο του βάζει τα πράγματα στη θέση τους : “Είναι να γελά κανείς, γράφει, με μερικούς κριτικούς, που με τα ελαττώματα (στη σύνθεση, στο ύφος, στη γλώσσα) αυτά, μαζί με την έλλειψη τάχα “κοινωνικού περιεχομένου”, τα θεωρούν τόσο σπουδαία, ώστε ν’αρνιούνται κάθε σχεδόν αξία στον Παπαδιαμάντη (…). Ετσι περιφρονητικά τον ονομάζουν ηθογράφο, ενώ είναι ένας μεγάλος ψυχογράφος και δημιουργός. Βρίσκουν στενό τον ορίζοντά του, ενώ το έργο του, αυτό το σκιαθίτικο, είναι κόσμος Ολόκληρος και φωνάζουν πως δεν υπάρχουν “ιδέες”, εκεί που δεν έπρεπε να βλέπουν παρά την ιδέα της τέχνης, την αλήθεια και την Ομορφιά”. Και τελειώνει το άρθρο του ο Ξενόπουλος με τη διαπίστωση, πως ο Παπαδιαμάντης είναι “δημιουργός συγγραφέας, αξεπέραστος ακόμα από τους κατοπινούς του…”. Στα 1937 ο Γ.Κοτζιούλας με μια μελέτη του προσπαθεί να αποδείξει πως η καταφρονεμένη μας νεοελληνική ηθογραφία είναι “ο ώριμος καρπός της εθνικής λογοτεχνίας μας” και ειδικότερα ο Παπαδιαμάντης είναι “ο μόνος μας μεγάλος συγγραφέας, που βγήκε από το λαό κι αφιερώθηκε σ’ αυτόν”. Τελευταίος στην περίοδο αυτή είναι ο χαρακτηρισμός του Μ. Μαλακάση, που θεωρεί τον Παπαδιαμάντη ποιητή του σκιόφωτος, αυτόματο δημιουργό ανθρώπων και λυρικών καταστάσεων. “Πνεύμα θεού φυσούσε καί γεννούσε και ανάσταινε. Ανάσταινε πράγματα καί πρόσωπα… Είναι περισσότερο εκκλησιαστικός, παρά θρήσκος. Σοφός, αλλά γυμνωμένος από κάθε αγκάθι σοφίας. ΕΤναι μέγας στην αληθινή σημασία της λέξεως. Είναι κλασικός. Ομοιος σε πολλά με τον Ντοστογιέφσκι, στερείται την εφευρετικότητα του μεγάλου Ρώσου καί σώζεται από το καθετί, που θα έκανε το έργο του ν’αρρωσταίνει ψυχές… Ποιητές και πεζογράφοι ελάχιστοι στο ανάστημα του”, θαυμαστής του Παπαδιαμάντη στάθηκε και ο Ζάν Μορεάς, που χαρακτήρισε το ” Μοιρολόγι της φώκιας” αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας και υποσχέθηκε πώς θα το μεταφράσει κιόλας.

Θεμελιακός, όμως, σταθμός όλης της κριτικογραφίας στάθηκε η μεγάλη φιλολογική μελέτη του Γιώργου Βαλέτα, για τη ζωή, το έργο καί την εποχή του Παπαδιαμάντη που είδε το φως το Μάη του 1940, και βραβεύτηκε με το Α’ Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Η μελέτη αυτή, πραγματικά αποτελεί ένα ορόσημο (αναθεωρημένη το 1955 απο τον ίδιο) στην κριτική θεώρηση του συγγραφέα. Υστερα ήρθε ο πόλεμος καί η κατοχή. Κι όμως, τα Χριστούγεννα του 1941 βγήκε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα της “Νέας Εστίας” με επιμέλεια του Γ. Βαλέτα, μέσα στο οποίο δόθηκαν τα σημαντικότερα στοιχεία για μια Οριστική ιστορικοκριτική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη. Στο τεΰχος αυτό συνεργάζονται οι αριστείς του πνευματικού μας Παρνασσού: Αγγ. Σικελιανός, Μ. Μαλακάσης, Π. Κανελλόπουλος, Νίκος Βέης, ο Αθηνών Δαμασκηνός, Δ.Σ. Μπαλάνος, Αγγ. Τερζάκης, Γιάννης Χατζίνης, Δ.Σ. Λουκάτος, Κ. Ρωμαίος, Ν. Ποριώτης, Ηλ. Βενέζης, Τ. Παπατσώνης, Μ. Καραγάτσης, Ν. Λαπαθιώτης, Κ. φαλτάιτς, Δ. Εύαγγελίδης, Μ. Αργυρόπουλος, Γ. Κασιμάτης, Μυρτιώτισσα κ.ά. Επίσης καταχωρήθηκαν όλα τα ποιήματα των ποιητών που αφιερώθηκαν κατά καιρούς στον Παπαδιαμάντη. Στο τέλος δημοσιεύεται μια διεξοδική μελέτη του Π. Χάρη που εξαίρει στον Παπαδιαμάντη τρείς αξίες : “Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία, και προχώρησε οταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα Ελληνικά γράμματα, της εορταστικής διηγηματογραφίας”. Καί τονίζει: “αυτός έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού ανθρώπου”.

Το ίδιο περιοδικό (Νέα Εστία) το Μάρτη του 1951 αφιέρωσε κι άλλο τεύχος του στον Παπαδιαμάντη για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του. Καί άλλα φιλολογικά περιοδικά του έκαμαν αφιερώματα καί νεώτερες έρευνες έφεραν νέα στοιχεία βιογραφικά και έργογραφικά. Στοχαστική από κάθε πλευρά είναι η μελέτη του Μ.Μ. Παπαϊωάννου στα 1948, με τον τίτλο “Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη”. Ο Παπαϊωάννου τοποθετεί Ιστορικά την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη καί πιάνει τη μορφή του συγγραφέα στίς κεντρικές της γραμμές: “Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ’όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οί δυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω…”. Η εργασία του Παπαϊωάννου ανοίγει το δρόμο για το ξεκαθάρισμα καί την τελική αποκατάσταση του Παπαδιαμάντη.

Αξιολογότατο βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη έγραψε ο Μιχ.Περάνθης με τον τίτλο “Ο Κοσμοκαλόγερος”, το οποίο ζωντανεύει τη ζωή του συγγραφέα με τη μορφή σαγηνευτικού μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο που με σεβασμό στα ιστορικά δεδομένα, είναι γραμμένο με θελκτικό υφός, ποιητικό άρωμα, δημιουργική πνοή και σωστή κατανόηση του έργου του αγίου των Γραμμάτων μας.

Μετά την έκδοση των “Απάντων” του, η κριτική έχοντας στη διάθεση της όλο το έργο του συγγραφέα, προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο του άπ’όλες τις πλευρές. Ετσι οι εργασίες συνεχίζονται καί αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο τεκμήριο ότι το έργο του Παπαδιαμάντη είναι εθνικό, μεγάλο και απέραντο. Μέσα στο έργο του ο Παπαδιαμάντης μας μιλεί για την αρετή καί κακία, για τον αγώνα του εξυψωμου του Ενους, για το χριστιανισμό, που γι’ αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι συστήματα ζωής και αλήθειας, για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει τα μέτρα για την ηθική της ανάπλαση, για την παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού και την αληθινή ανόρθωσή της με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής Παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους καί τους δημαγωγούς, μας παρουσιάζει πόσο πατριώτης ήταν με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα στα Μεγάλα Χρόνια καί στην Πόλη και κλαίει το ξεφύλλισμα του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στίς ψυχές των συγχρόνων του, μας μιλεί με πόνο στα φυλλοκάρδια του για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Μας έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητα του με τίς βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ως τη νεώτερη. Μας έδωσε την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ’όλη την αντίθεση του στον άκρο ψυχαρισμΟ, μας παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων χριστιανών. Αγκάλιασε την αναγέννηση με το ένα χέρι καί με τ’άλλο σφιχτά κρατώντας την παράδοση, με μια άγωνιώδικη προσπάθεια να την ανασύρει στη ζωή. Μακριά από τους λογίους, τους δημοσιογράφους, μακριά από την ψεύτικη κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφορους ανθρώπους του λάου, στην αγνή και αμόλευτη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το “μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρωπινής αξίας”. Το αίτημα της λογοτεχνικής δημιουργίας, που τον τυραννούσε απο μικρόν, πραγματώνεται με την πρώτη δειλή προσπάθεια, στο πρώτο του μυθιστόρημα “Η μετανάστις“. Είναι ένα έργο στα χνάρια της άγονης και στείρας εποχής του. Είναι το μυθιστόρημα του ξενιτεμένου ελληνισμού. Χτυπάει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών, που ξέχασαν τίς γνήσιες ελληνικές παραδόσεις καί χάλασαν την ψυχή τους. Με ηρωίδα την ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη (μετανάστρια κι η ίδια) που κρατεί αχάλαστη την Ελλάδα μέσα της, πιστή στις εθνικές αρετές, με την αφοσίωσή της στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψή της, πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της και την ευγένεια της ψυχής της οδηγείται με καρτερικότητα και άδολη αγάπη προς όλους, στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη, που υψώνει την ηρωίδα του στη μορφή της αρχαίας τραγωδίας, και μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει και να καυτηριάσει τη γύρω της διαφθορά και κακία της κοινωνίας.

Στο δεύτερο μυθιστόρημα του ” Οι Εμποροι των εθνών“, ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο, που δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά καί ρομαντικά μας μυθιστορήματα. Μια πληθωρική φαντασία, πλαισιωμένη με την τεχνική του ταλέντου, μας έδωσε πραγματικά ένα έργο γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη Βενετοκρατία στην πρώτη της εξόρμηση για την κατάκτηση των Κυκλάδων, και περιγράφει με δαντικές εικόνες όλη την αγριότητα των Βενετών καί των Γενοβέζων, που είχαν ως μόνο νόμο τους την αυθαιρεσία και ωμή ιδιοτέλεια. Αυτοί είναι “οι “Έμποροι των εθνών” που η δίψα του χρήματος τους μεταβάλλει σε λύκους και απαίσιους φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων, που κατοικούν τα ειδυλλιακά και κάτασπρα φωτοπλημμυρισμένα νησιά μας.

Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη ” Η Γυφτοπούλα” είναι ένα συγγραφικό τόλμημα και στη σύλληψη και στη σύνθεση και στη μορφή. Δημοσιευμένη σε συνέχειες μήνες ολόκληρους στην “Ακρόπολη” του Γαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω του το θρύλο του μάγου και του υπεράνθρωπου, καθώς κρυβόταν στην αφάνεια και στην ανωνυμία. “Η Γυφτοπούλα” είναι ένα μυθιστόρημα της “Άλωσης”, ο θρήνος της Πόλης, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Πλήθωνα. Για τον Παπαδιαμάντη ο Πλήθωνας είναι ένα σύμβολο, θετικό καί αρνητικό. Τον θαυμάζει για την αρχαιολατρεία του, τον αποδοκιμάζει για τη δαιμονική του πλάνη, και την άγονη προσπάθεια του, να αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των γύφτων στην ιστορία δίνει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο στην πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις, που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους ήρωες, τον Πλήθωνα, την άτυχη κόρη του και τον ακόμα άτυχο ερωτά της με τον Γύφτο Μάχτο, που στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται και οι δυο κάτω από τα συντρίμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό. Είναι η παραμονή της “Άλωσης” της Πόλης.

Με τον ” Χρήστο Μηλιόνη” ο Παπαδιαμάντης ξαναζωντανεύει τα ήρωϊκά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης, όταν η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της την τύχη του Εθνους. Είναι η πρώτη νουβέλα του Παπαδιαμάντη βγαλμένη από τις γνήσιες πηγές της ιστορίας μας και σύγχρονα ένα προανάκρουσμα της πολυφωνικής συμφωνίας της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει με τα διηγήματα του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πώς η Επανάσταση δεν δικαιώθηκε. Ο λαός που πολέμησε για να βρει τη λευτεριά του, “απλώς καί μόνον μετήλλαξεν τυράννους”. Οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, που με τίς ψεύτικες εκλογές κάθονταν στην πλάτη του φτωχού λαού, που τον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια αυτή μετεπαναστατική κοινωνία θέλησε να στηλιτεύσει με το έργο του αυτό. “Ό Χρήστος Μηλιόνης” είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα το καλύτερο, ίσως, που έχει δώσει ως σήμερα η νεοελληνική μας Γραμματεία. Τον πυρήνα του έργου του τον πήρε απο το γνωστό δημοτικό τραγούδι, για τον ηρωϊκό θάνατο του Χρήστου Μηλιόνη. Με το έργο αυτό μας δίνει την ψυχή της Κλεφτουριάς, με τον αγνό ηρωισμό καί την ασίγαστη πίστη για τη λευτεριά.

Η Φόνισσα” είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται άπ’όλους το αριστούργημα του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητας του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα ολάνθιστο έργο τέχνης, αξεπέραστο ως σήμερα. Είναι βγαλμένο από τα εσώβαθα της ψυχής του, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από την απέραντη δυστυχία που πλάκωνε στην εποχή του τίς καρδιές των φτωχών ανθρώπων του λαού του. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα και συγκλονιστική και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη βρίσκεται στο κορύφωμα της, όταν σκεφτούμε ότι όλο το έγκλημα βγαίνει βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια καταδικάζει το έγκλημα της, και μένει ολόφωτη μέσα στο ανθρωπιστικό ιδανικό της. ” Τα Ρόδινα Ακρογιάλια” με υπότιτλο “Κοινωνικόν μυθιστόρημα”, είναι έργο που δείχνει την παρακμή καί τα γερατειά του συγγραφέα. Ούτε κοινωνικό είναι, ούτε μυθιστόρημα συγκρούσεων συμφερόντων. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Αν βγάλει κανείς το πρώτο μέρος με τη θαλασσινή εκδρομή και περιπέτεια, τα άλλα κεφάλαια είναι Ο γάμος του Παπαστάθη, του άλαφοϊσκιωτου και η διήγηση του Αγάλλου. Υπέροχες είναι οι περιγραφές που τις θαύμαζε και ο Καβάφης.

Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να ιδεί τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά το θάνατο του τυπώθηκαν από τίς έκδΟσεις “φέξη” (1912-13) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους μας έδωσε ο Οίκος “Ελευθερουδάκη” το 1925-1930, και έναν τόμο “θαλασσινά διηγήματα” ο Αθ. Καραβιάς το 1945. Το 1955 τα “Απαντά” του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο “Δ. Δημητράκου” με στοιχεία βιογραφικά, κριτικά σχόλια, προλόγους, γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963 τα “Απαντα” του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρείς τόμους από την “Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων”, με προλόγους καί επιμέλεια Μιχ. Περάνθη.

Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τρία μυθιστορήματα: “Η Μετανάστις”, “Οι έμποροι των Εθνών”, “Η Γυφτοπούλα”. Τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες): “Χρήστος Μηλιόνης”, “Φόνισσα” καί “Ρόδινα Ακρογιάλια”. Επίσης 180 διηγήματα καί 40 μελέτες καί άρθρα. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξης του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, πού αρχίζει με το πρώτο του διήγημα το 1887 καί φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες καί σχέδιο. Αυτά είναι: Το Χριστόψωμο, Η χήρα Παπαδιά, Η Τελευταία Βαπτιστική, Η Υπερέτρα, Το Σημαδιακό, Η Σταχτομαζώχτρα. Η Έξοχη Λαμπρή. Η Χτυπημένη, Η Παντατώρα. Η Παιδική Πασχαλιά, Η Μαυρομαντηλού, Το Πάσχα Ρωμέϊκο, το θερος-Έρος, Ο φτωχός Αγιος. Η Νοσταλγός, το Μια ψυχή. Ο Αμερικάνος, Στο Χριστό στο Κάστρο, Στην Αγ’ Αναστασία καί το Όλόγυρα στη Λίμνη. Σε αυτά μπορούμε να κατατάξουμε και το Έρως-ήρως. Με το αριστούργημα του: Ολόγυρα στη Λίμνη, ο συγγραφέας αγγίζει όλες τίς μορφές της ηθογραφίας δημιουργώντας δική του τεχνική, μας ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του. Εκτος του διηγήματος, Ολόγυρα στη Λίμνη, κορυφαία δημιουργία του μπορεί να θεωρηθεί και η “Νοσταλγός”, ένα διήγημα από τα λίγα διαμάντια της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας. Με το Ολόγυρα στη Λίμνη, ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει την ποιητική πεζογραφία. Με πλαστική δύναμη πρωτόφαντη, μας δίνει διάφανες περιγραφές, καθαρές και έντονες, δροσερές αστραφτερές εικόνες, που κάνουν το διήγημα τραγούδι, ζωγραφιά, ένα πολυσύνθετο πίνακα της νησιώτικης ζωής, γεμάτο από ποικιλία μορφών, ασύλληπτης χάρης και περιπάθειας.

Από το 1892 ως το 1897, που η χώρα μας είχε τον άτυχο πόλεμο του ’97, τη χρεωκοπία και την πτώση του Τρικούπη, ο Παπαδιαμάντης αληθινός πατριώτης καί ζωντανός άνθρωπος, χτυπάει την κοινωνική διαφθορά και την άθλια πολιτική κατάσταση της. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής απόχρωσης. Με τη σάτιρα του προσπαθεί να ξυπνήσει την κοινωνία καί να την οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση. Αρχίζει με το διήγημα: Οι Χαλασοχώρηδες, καί συνεχίζει με Τα δύο τέρατα, Ο Καλόγερος, Ο Τυφλοσούρτης, Ναυαγίων ναυάγια. Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα κ.ά. Με τους Έλαφροϊσκιωτους, μεταφέρει τη σάτιρα του στη Σκιάθο και χτυπάει τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τίς μαγείες κλπ. Οι Παραπονούμενες καί μερικά άλλα διηγήματα, όπως το Πατέρα καί σπίτι, ανήκουν στα αθηναϊκά διηγήματα. Ψυχολογικό είναι το διήγημα, Οι φιλόστοργοι, καί κοινωνικό το διήγημα, Χωρίς στεφάνι. Επίσης: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη, Ο Γαγάτος καί τ’άλογο, Απόλαυσις στη γειτονιά, Για τα ονόματα, κ.ά.

Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα, για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του μέσα κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός βαθύς ανατόμος, ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή του και έγιναν αθάνατα κομμάτια της νεοελληνικής μας Γραμματείας. Το ταλέντο του μας ξεδίπλωσε μορφοπλαστικές μορφές ασύλληπτης δύναμης. Στο αέτωμα αυτής της περιόδου θα αναφέρουμε τα διηγήματα: Μερακλίδικα, Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο γείτονας με το λαγούτο, Ο καλούμπας, Για την περηφάνια, Η Στρίγγλα Μάννα, Ο ερωτάς στα χιόνια, Αγια καί πεθαμένα, Τρελή βραδιά, Τ’Αγνάντεμα. Επίσης τα παιδικά : Δαιμόνια στο ρέμα, Υπό την βασιλικήν δρυν, Τα κρούσματα, Της Κοκκώνας το σπίτι, Το πνίξιμο του παιδιού, Γουτού-γουπατού, Ο Χριστός ανέστη του Γιάννη, Ω! τα βασανάκια κ.ά.

Υστερα ακολουθούν τα θαυμάσια διηγήματα με τον ίδιο λυρισμό και τΟ ίδιο πάθος: Το όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Η φαρμοκολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα, καί θα μπορούσαμε να βάλουμε καί: Τα Ρόδινα Ακρογιάλια.

Στην τέταρτη, τη στερνή ρεαλιστική κοινωνική περίοδο, που τη χαρακτηρίζουν, η μεγάλη δημιουργία του Παπαδιαμάντη θ’ αναφέρουμε τα διηγήματα: Η τύχη απ’ την Αμέρικα, έργο πνοής και ώμου ρεαλισμού, Κοκκώνα θάλασσα, Μάννα και Κόρη, Η αποσώστρα, Η ξομπλιάστρα, Η συντέκνισσα, Τα δυο κούτσουρα, θάνατος κόρης, Ερμη στα ξένα, Αλιβάνιστος, Αγγέλιασμα, Ασπροφουστανούσα, Πεποικιλμένη, Το Χατζόπουλο, Οι Κανταραίοι, και την αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη “Η φόνισσα”.

Αυτός ήταν ο Παπαδιαμάντης. Ενας μεγάλος συγγραφέας καί μεγάλος πνευματικός άνθρωπος, που έζησε μια ζωή στα πλαίσια της αγιοσύνης, έχοντας για συντροφιά την απέραντη αγάπη του για τους φτωχούς ανθρώπους του νησιού του και της πόλης, τον άσβεστο ερωτά του προς τη φύση, καί τη θρησκευτική λατρεία του προς τις παραδόσεις, τα ήθη καί τα έθιμα της πατρίδας μας.