Πεθαίνοντας στο Βαρβάκειο

Σαμαράκης Αντώνης

Συγγραφέας

Απόφοιτος Βαρβακείου

Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 16 Αυγούστου 1919, γωνία Μαιζώνος και Χίου, κάτω από την πλατεία Βάθη, κοντά στο Σταθμό Λαρίσης. Πέθανα για πρώτη φορά στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο μεταξύ Αθηνάς, Σοφοκλέους, Σωκράτους στην Κεντρική Αγορά στις 17 Μαρτίου 1933. Θα πεθάνω για δεύτερη, και τελειωτική ελπίζω, θωρώ άγνωστο προς το παρόν πότε και πού.

Ας πάρω όμως τα πράγματα με τη σειρά. Δημοτικό πήγαινα στο 12ο στη σημερινή πλατεία Καραϊσκάκη, οδός Δεληγιώργη, όχι μακριά από το Σταθμό Λαρίσης. Ένα εκπληκτικό κτήριο, αυλή τεράστια, λουλούδια, φοίνικες. Διευθυντής ο Γεώργιος Καλασούντας, η κυρία Ελένη και η δεσποινίς Στέλλα δασκάλες. Όλοι λαμπροί, γλυκύτατοι. Τους έχω βαθιά ευγνωμοσύνη. Εξατάξιο το Δημοτικό, εξατάξιο το Γυμνάσιο. Αλλά τελειώνοντας την Τρίτη μου λένε θα φύγεις τώρα, έγινε νέος τύπος σχολείου. Το σχολαρχείο. Είχαν αρχίσει βλέπετε οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, και πού, θα πάω εγώ, ρωτάω. Οδός Ζαΐμη, στα Εξάρχεια, πίσω από το Πολυτεχνείο. Ιδέα δεν είχα πού πέφτουν αυτά. Πήγα τέλος πάντων, με βαριά καρδιά. Ε, δεν έληξε η σχολική χρονιά, καταργείται το σχολαρχεiο, ράβε ξήλωνε.


 

Στο 2ο Γυμνάσιο…


Με στείλανε στο παράρτημα του 2ου Γυμνασίου στην πλατεία Κάvιγγος με Ακαδημίας. Το κεντρικό: ήταν Αχαρνών και Χέιδεν. Το εν λόγω παράρτημα ένα αρχαίο σπίτι, αίθουσες άθλιες, στο βάθος νεροχύτης και κουζίνα, εκεί, καθόμουν εγώ και άλλα 70-80 παιδιά, τα υπόλοιπα στα θραvία, σύνολο 130 τόσα παιδιά. Άντε να παρακολουθήσεις μάθημα. Στα θρανία αντί για δύο, τρεις και τέσσερις και αν ήταν κανένας παχουλούλης έπεφτε κάτω. Ήρθε ένα πρωί η συχωρεμένη η μάvα μου η Αντριάνα να πάρει τους βαθμούς. Αρμόδιος ο φυσικός μας Προβελέγγιος. Της λέει «ο γιος σου, κυρά μου, είναι σκράπας, τούβλο που λένε, δεν είναι για γράμματα». Και κλάμα η κυρία Αντριάνα!… «Που μένεις;» την ρωτάει. «Μαιζώνος και Xioυ, κοντά στο Σταθμό Λαρίσης, εκεί». «Το βρήκα! Να πας στο σταθμάρχη να τον παρακαλέσεις να βάλει τον Aντωνάκη σου να μάθει να συνδέει τα βαγόνια, αν βέβαια παίρνει στροφές το μυαλουδάκι του».

Όταν για πρώτη φορά ανέβηκα την από πεντελικό μάρμαρο σκάλα του Βαρβακείου εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό του Νοεμβρίου 1931, το παιδιά ήταν στο μάθημα. Στην κορυφή της σκάλας αντικρίζω τον vεφεληγερέτη Δία, τον Δημήτριο Γουδή, τον Γυμνασιάρχη.

Ο Δημήτριος Γουδής κοιτάζει το Αποδεικτικό Σπουδών που μου είχαν δώσει στο παράρτημα του 2ου Γυμvασίου, συννεφιάζει κι αυτός σαν τον ουρανό. Εδώ παιδί μου στο Βαρβάκειο, τη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή, δεν βλέπω να έχεις μέλλον. Οι βαθμοί σoυ από την Πρώτη τάξη είναι για κλάματα. Το πολύ πολύ να καταφέρεις να μείνεις τον lούνιο μετεξεταστέος, οπότε θα φύγεις από το Βαρβάκειο για αλλού, αυτό εφαρμόζεται εδώ. Πολύ ενισχυτικό καλωσόρισμα, Κάτι λέξεις είπα με κόπο: «Θα προσπαθήσω, κύριε Γυμνασιάρχα».

Και προσπάθησα. Όχι μόνο μετεξεταστέος δεν έμεινα, αλλά πέρασα με καλό βαθμό τη δευτέρα τάξη που πήγα στο Βαρβάκειο και από κει όλο άριστα, ας μου επιτραπεί να αναφέρω. Νόμιζα τότε ότι το άριστα κάνει τον άνθρωπο, λάθος. Ύστερα είδα ότι δεν είναι έτσι, πόσοι και πόσοι τύραννοι, εγκληματίες πολέμου, επιστήμονες αφοσιωμένοι στην ανακάλυψη και παραγωγή νέων όπλων μαζικού θανάτου, και πολλά άριστα έχουν και άλλους τίτλους.

Το απολυτήριό μου ήταν με άριστα 8 4/12, το έλλειμμα από την καθηγήτρια των τεχνικών Άννα Παρπαρία που επέμενε να φτιάχνω με χαρτόνια κουτάκια, δεν τα κατάφερνα. Η όλη εξέλιξή μου έγινε χάρη ιδιαίτερα στο φιλόλογο της δευτέρας Χρήστο Παπαναστασίου, που με περιέβαλε με πολλή αγάπη και ευφυΐα στα πρώτα εκεί βήματά μου.

Στην τρίτη ξύπνησαν μέσα μου φιλοδοξίες πολιτικές. Στο Βαρβάκειο είχαμε σε κάθε τάξη μαθητική κοινότητα. Πρόεδρος, γραμματέας για τα πρακτικά, ταμίας μαθητές. Προοδευτικό το σχολείο μας και εδώ. Οι μαθητικές κοινότητες ήταν δημιούργημα των φωτισμένων εκείνων παιδαγωγών που αναμόρφωναν την εκπαίδευση: Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος, Παπαμαύρος, Σωτηρίου. Στην τρίτη τάξη λοιπόν του Κλασικού δεν πήγα Πρακτικό, έβαλα υποψηφιότητα για Πρόεδρος, βγήκα με μεγάλη πλειοψηφία και με πολλά επεισόδια. Στις συνεδριάσεις στην έδρα εγώ, από τους καθηγητές παρών μόνο ο φιλόλογος για να μην συμβούν δραματικές συμπλοκές και καταλήξουμε στο νοσοκομείο. Αν ο καθηγητής ήθελε να μιλήσει, μου ζητούσε την άδεια. Πρόεδρος έβγαινα σε όλες τις τάξεις ως και έκτη. Η αντιπολίτευση πολύ δυναμική. Ηγέτες της οι Αλέκος Ροδούλης, Κώστας Ευσταθιάδης, Δανιήλ Γαβριηλίδης, ο πρωταγωνιστής αργότερα του θεάτρου μας Γ.Δάνης, όλοι πια όχι του κόσμου τούτου.

Δημόσιο σχολείο το Βαρβάκειο και συγχρόνως η Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Περνούσαν συνεχώς σε διάφορες τάξεις καθηγητές άλλων σχολείων και εκ περιτροπής δίδασκαν ελεγχόμενοι από τους δικούς μας καθηγητές, αυτό ήταν «υποδειγματική διδασκαλία» . Διευθυντές του Διδασκαλείου μεγάλες προσωπικότητες, Δημήτριος Καπετανάκης, Νικόλαος Βλάχος, και άλλοι σπουδαίοι.

Και τι δεν είχαμε στο Βαρβάκειο. Αίθουσα φυσικής, μικροσκόπια, αίθουσες χημείας, χαρτών, ορυκτολογίας, μουσικής με αρμόνιο, αμφιθέατρο για τα τεχνικά με αντίγραφα αγαλμάτων, όργανα γυμναστικής.

Κάθε πρωί από το σπίτι μου ως το Βαρβάκειο που ήταν περικυκλωμένο από την κρεαταγορά, την ψαραγορά, τη λαχαναγορά, ταβέρνες ένα σωρό, οίκους ανοχής, κάθε πρωί έκανα αυτή τη διαδρομή. Για να μπούμε από τη μικρή πόρτα στο πλάι έπρεπε να τραβήξουμε τους μεθυσμένους που ήταν κατάχαμα αναίσθητοι. Ο μαθηματικός μας Κατσαμάς μας έλεγε «αγοραίους». Μετά ανεβαίναμε τη μεγάλη σκάλα. Το Βαρβάκειο ήταν αρχιτεκτονικό αριστούργημα, έργο του Βαυαρού. Χτίστηκε με χρήματα του μεγάλου εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη από τη Χίο.

Πρέπει να πω εδώ ότι το 1931 ήρθαν και μερικά παιδιά από τη μαρτυρική Κύπρο, οι πατέρες τους ήταν εκεί «Εθναρχικοί Σύμβουλοι», τους είχαν εξορίσει οι Άγγλοι. Τους φροντίσαμε, με το χαρτζιλίκι μας και με εράνους κάναμε ότι ήταν δυνατόν.

Οι καθηγητές μας ήταν όλοι υπέροχοι και ως παιδαγωγοί και ως άνθρωποι. Ποιον να πρωτοθυμηθώ. Με τον κίνδυνο να παραλείψω κανέναν αναφέρω: και πάλι Χρήστος Παπαναστασίου, Αλέξανδρος Σαρρής φιλόλογος, Σακελλάριος Γερακιός φιλόλογος, Λαζάρου φιλόλογος, Κατσαμάς μαθηματικός, Λεωνίδας Λιώκης μαθηματικός, Γιαννόπουλος χημικός, στην κατοχή μπήκε στην αντίσταση, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, Θεοδώρου φυσικός, Καίσαρ μαθηματικός, Παύλος Ξιφαράς φιλόλογος, Βακατάσης τεχνικών μαθημάτων, Επαμεινώνδας Μπασουκέας φιλόλογος, Τσεμπερλένιος φιλόλογος, Ιωάννης Μαργαζιώτης μουσικός, Άννα Παρπαρία τεχνικών μαθημάτων, Μιχαήλ Μουζάνας γυμναστικής, Άγγελος Φέτσης γυμναστής, Σαπουτζάκης, Μιχαήλ Γκιτάκος θεολόγος, Θεόδωρος Πασσάς μαθηματικός.

Δραστηριότητες είχα πολλές. Αρχισυντάκτης του περιοδικού μας «Μαθητική Ζωή» που τυπωνόταν, όχι πολυγραφημένο. Σκηνοθέτης στο θέατρό μας, είχαμε αίθουσα μεγάλης χωρητικότητας, έπαιζα και ηθοποιός. Από το Εθνικό Θέατρο μας έδωσαν αυλαία από βελούδο, κόκκινη ήταν ή βυσσινί, όπως του Εθνικού. Κάναμε λαχειοφόρες αγορές, ο έξοχος ζωγράφος και σεμνός άνθρωπος Σπύρος Βικάτος, έμενε σε ένα φτωχικό σπιτάκι στην οδό Σωκράτους, μας χάρισε πολλούς πίνακές του, ο Ιωάννης Κολλάρος, ο άρχοντας και πρωτοπόρος εκδότης του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» πλήθος βιβλία, ήταν ο παππούς της Μάνιας Καραταϊδη που διευθύνει σήμερα το εκδοτικό οίκο, ο Κώστας Ελευθερουδάκης, ο άλλος πρωτοπόρος, πολλές εκδόσεις του και πολλοί άλλοι.

Στην πέμπτη οι φιλόλογοι μας Επαμεινώνδας Μπασουκέας και Παύλος Ξιφαράς μας έβαζαν και διαβάζαμε στην τάξη τις εκθέσεις μας, στα περιθώρια ο κύριος Μπασουκέας σημείωνε με κόκκινο μελάνι «πολύ εύκολα κάνεις κοινωνική κριτική». Τολμηρές οι εκθέσεις μου, ο καθηγητής μας είχε ξαφνιαστεί που έγραψα με πολλή αγάπη και στοργή για τις «γυναίκες που έκαναν πεζοδρόμιο» στη γειτονιά μας. Καμιά τους δεν πούλαγε το σώμα της χαρούμενη, είχαν το βάσανό τους, άλλη την είχε βιάσει ο πατέρας της ή ο πατριός της, άλλη είχε το νταβατζή της που της έπαιρνε τις εισπράξεις, άλλη ήταν θύμα ναρκωτικών και έπρεπε να παίρνει τη δόση της. Στις εκθέσεις μου μιλούσα με αυστηρότητα για τις πλούσιες κυρίες του Κολωνακίου αυτό έγραφα που έκαναν τη ίδια δουλειά.

Μια μέρα ο συμμαθητής μου Αργύρης Πετρούνιας μου λέει «δεν βγαίνει τίποτα αν αγωνίζεσαι μόνος, πρέπει να μπεις σε μια οργάνωση, να εδώ που είμαι και εγώ». Έτσι μπήκα στην αριστερή οργάνωση Κοινωνική Αλληλεγγύη που είχε ιδρύσει ο μεγάλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Καρβούνης, ένας αγνός δημοκράτης αγωνιστής. Με δημοκρατικές διαδικασίες βγήκα γραμματέας του μαθητικού τμήματος. Τρέχαμε στα υπουργεία, ζητούσαμε συσσίτια για τους απόρους μαθητές, μαθητικά εισιτήρια και διάφορα άλλα. Συγχρόνως είχαμε κυνηγητά με την αστυνομία, ζωή παράνομη, κρυφή από τους γονείς μας και από τα σχολεία. Τα ταπεινό γραφειάκι της οργάνωσης Σωκράτους και Λυκούργου γωνία, στο δεύτερο όροφο, χωρίς πινακίδα βέβαια, είχα την τιμή, τη χαρά και τη συγκίνηση να ανταμώσω τον μεγάλο της Ελλάδος, της ανθρωπότητας και της ανθρωπιάς ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Από τότε μας έδενε αδελφική φιλία και αγάπη. Το 1935 έφυγα από την Κοινωνική Αλληλεγγύη όχι χωρίς να τους στείλω γράμμα που να αναφέρω τους λόγους.

Να μου επιτραπεί να παραθέσω δύο ποιήματά μου. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στη «Μαθητική Ζωή» στο τεύχος Δεκεμβρίου 1933-Ιανουάριου 1934:

 

ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

Αγία Νύχτα

Απόψε που τα σήμαντρα σημαίνουν

Γλυκά μ΄ ένα χαρούμενο σκοπό

Δάκρυ πια τα μάγουλα δε ραίνουν

Απόψε κι η φτωχή ψυχή μου εντύθη

Την άσπρη φορεσιά τη γιορτινή

Γύρω μια μόσκου μυρωδιά εχύθη

Κι είναι μια νύχτα τόσο φωτεινή!

Απόψε βλέμματα ψηλά στραμμένα

Και μέναν’ ο κρυφός μου λογισμός

Ξαναγυρνά σε χρόνια περασμένα

Στη φάτνη π΄ ανατέλλει κάποιο φως.

 

Αντώνιος Σαμαράκης 

Β΄ Κλασσικού

 

Το δεύτερο το έγραψα όταν έμαθα το χαμό του αγαπημένου μου Αλέκου Ροδούλη, η κριτική του στην τάξη, δίκαιη και αυστηρή για την προεδρία μου ήταν πολύτιμη για μένα.

Αλέξανδρος Ρ. ; Ανέμιζε τα μαλλιά του ο Μύθος μακρινών Αλεξάνδρων Έτοιμο για τη σπονδή το ξανθό κύπελλο της νειότης του.

Δεν έτρεμε την ώρα!… Μαύρα βόλι ράγισε την καρδιά του.. Στον ήχο μυστικών παιάνων έπεσεν υπέρ πατρίδος», 1941

Έχω γράψει και τον «Ύμνο του Βαρβακείου» με μουσική του καθηγητή μας Μαργαζιώτη, έγραφε μουσική και για πολλά άλλα ποιήματά μου. Ο Ύμνος τραγουδιέται σήμερα: 

Εμπρός παιδιά του Βαρβακείου, με τη λαχτάρα στην καρδιά, για μια ζωή που νάναι πάντα γεμάτη αλήθεια κι ομορφιά. Ψηλά κρατάτε τη σημαία, κρατάτε τις καρδιές ψηλά. κι αν είναι γύρω μας γαλήνη κι αν έρθουν μπόρες ξαφνικά. Σε μια ψυχή, σαν ένα σώμα κείνοι πέρασαν εχτές, εμείς τώρα προχωράμε και οι καινούργιες οι γενιές. Και το Βαρβάκειο θα μείνει σύμβολο για παντοτινά σαν ένα κάστρο που δεν πέφτει, σαν ακατάλυτη φωτιά. Εμπρός παιδιά του Βαρβακείου τη λαχτάρα στην καρδιά, για μια ζωή που νάναι πάντα γεμάτη αλήθεια κι ομορφιά. Και σαν η Ελλάδα το προστάξει όλοι θα τρέξουμε εκεί που μας καλεί το μέγα χρέος, η Λευτεριά και η Τιμή. Εμπρός, εμπρός. εμπρός, εμπρός, του Βαρβακείου τα παιδιά εμπρός, εμπρός, εμπρός, εμπρός, εμπρός, παληοί και νέοι όλοι εμπρός παιδιά.

Πολλά χρόνια τώρα οι παλιοί συμμαθητές συνεδριάζουμε σε ταβέρνα. Άνοιξη και φθινόπωρο. Ημερήσια διάταξις δεν υπάρχει όπως τότε. Κάθε φορά λιγοστεύουμε οι επιζώντες προς το παρόν μέσα του 2000 είμαστε:

Πολύ μίλησα για τη ζωή μου ως το 2000 και ξέχασα ότι από τις 17 Μαρτίου 1933 έχω πεθάνει. Ας αφηγηθώ τώρα το χρονικό ενός μη προαvαγγελθέντος θανάτου. Το βραδάκι της 17ης Μαρτίου 1933 ο συμμαθητής μου Σπύρος Χατζηγιάννης και εγώ βγήκαμε βόλτα προς το σταθμό Λαυρίου. Ενώ περνούσαμε την οδό Βερανζέρου, είδαμε το τυπογραφείο Καργιωτάκη, τύπωνε σε ένα λεπτό αγγελτήρια γάμων, βαπτίσεων, κηδειών, μνημοσύνων και άλλα. Μου ήρθε λοιπόν η φαεινή ιδέα να τυπώσω αγγελτήρια του θανάτου μου. Και να πάμε την ίδια νύχτα να κολλήσουμε τα αγγελτήρια στους τοίχους γύρω από το Βαρβάκειο. Με το σχέδιο να μπω το πρωί την ώρα που τα παιδιά θα είναι στο μάθημα, να ανοίξω με ορμή την πόρτα μια τάξης, που θα έβρισκα μπροστά μου, να δω τη συνέχεια. Ήμουν πολύ αγαπητός σε όλα τα παιδιά και θα τα έχαναν με τον αδόκητο θάνατό μου. «Τον προσφιλή ημών υιόν, αδελφόν, εγγονόν Αντώνιον Ευριπίδους Σαμαράκη θανόντα αιφνιδίως κηδεύομεν αύριον». Όταν εισέβαλα στην τάξη, τα παιδιά με είδαν σαν βρικόλακα, πηδούσαν από τα παράθυρα, ο καθηγητής κρύφτηκε κάτω από την έδρα, χαμός!…

Στην τελευταία τάξη, την έκτη είχαμε τα παιδιά τρεις επίσημους λόγους. Οι ομιλητές εκλέγονταν από τους συμμαθητές μου με ψηφοφορία: 10 Ιανουαρίου στο μvημόσυvο του Ιωάννου Βαρβάκη στην Πλάκα και μετά στον ανδριάντα του στο Ζάππειο με κατάθεση στεφάνου, 30 lανουαρίου των Τριών Ιεραρχών. Και ο πιο επίσημo λόγος 25 Μαρτίου στη μεγάλη αίθουσα τελετών. Με το νόμο των πιθανοτήτων, αν ένας ήταν ομιλητής σε έναν από τους πρώτους λόγους, μειώνονταν οι τύχες του να είναι και στον τρίτο. Ήθελα να πάρω και τους τρεις. Και τα κατάφερα.

Με την πρόσκληση για το λόγο της 25ής Μαρτίου, πήγα στο φτωχικό σπιτάκι του συνταξιούχου πια Δημητρίου Γουδή, Σφακίων 3 στον Άγιο Παύλο. Είχε μια μικρή αυλή και χαγιάτι ξύλινο. Ο αείμνηστος όλο το μισθό του και τη σύνταξή του τα έδινε για υποτροφίες σε φτωχούς μαθητές. Με υποδέχτηκε με φλογερή αγάπη που είχε για τον καθένα. Περήφανος για τις τρεις επιτυχίες μου, του έδωσα την πρόσκληση, και κείνη τη στιγμή σκεφτόμουν ότι είχε προφητέψει ότι δεν θα έμενα στο Βαρβάκειο.

Μου λέει:

“Συγχαρητήρια για τις επιτυχίες σου Αντώνη. Με διέψευσες, μπράβο. Αλλά, δε συγχαίρω ούτε εσένα, ούτε τους καθηγητές σου γιατί δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι μία τάξη σχολείου, μία ομάδα, ένας λαός, δεν προχωρούν με μονάδες, αλλά συλλογικά, να ανεβαίνει το επίπεδο όλων”.

Μέγιστο μάθημα, δεν το ξεχνώ.