ΤΟ ΒΑΡΒΑΚΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Βασίλης Κοντογιαννόπουλος

Βουλευτής, τ. Υπουργός Παιδείας

Απόφοιτος Βαρβακείου

 

Παιδί της ελληνικής επαρχίας ανέβηκα στην Αθήνα, τη δεκαετία του ’50, με την αγωνία και τη λαχτάρα της οικογένειας μου, να μου δώσει τα εφόδια, για να διευρύνω τους πνευματικούς μου ορίζοντες και να σταθώ όρθιος στο σκληρό αγώνα για την επιβίωση και τη διάκριση.

Το Βαρβάκειο εξέφρασε το όνειρο για το πολύτιμο διαβατήριο της ζωής. Οι δάσκαλοί μου στην Αμαλιάδα με προετοίμασαν σωστά για τις εισαγωγικές εξετάσεις του lουνίου. Κατάφερα να πετύχω 31ος και να γίνω μαθητής της τάξης του 1954.

Φέροντας στη μνήμη μου τα μαθητικά και τα φοιτητικά μου χρόνια, Δημοτικό Σχολείο Αμαλιάδας, Βαρβάκειο, Νομική Αθηνών, Πανεπιστήμιο Παρισίων, το Βαρβάκειο ήταν ο σημαντικότερος σταθμός της προσπάθειας μου για μόρφωση. Μου έδωσε τα γερά θεμέλια της γνώσης και διαμόρφωσε το χαρακτήρα μου. ‘Ηταν ένα απαιτητικό, αυστηρό, αλλά και βαθύτατα δημοκρατικό σχολείο. ‘Ηταν ένα γνήσιο «λαϊκό» σχολείο, που προσέφερε ίσες ευκαιρίες στα παιδιά από όλες τις κοινωνικές τάξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανότητα και την προσπάθεια.


 

Το σχολείο…


Είμαι τυχερός γιατί φοίτησα σ’ αυτό το σχολείο. Εκείνη την εποχή το Βαρβάκειο δε διέθετε κτήριο. Μας φιλοξενούσε το 36ο Δημοτικό Σχολείο στην οδό Κωλέττη, τις απογευματινές ώρες. Το προαύλιο υποτυπώδες. Κάναμε διάλειμμα στις ταράτσες κάποιων αιθουσών, όπου παίζαμε «ποδόσφαιρό» κλωτσώντας ένα κομμάτι ξύλο. Το Βαρβάκειο δεν ήταν το μεγαλοπρεπές κτήριο, ούτε οι ανέσεις. Το Βαρβάκειο ήταν οι καθηγητές μας, οι δασκαλοί μας. Και ήταν πράγματι οι κορυφές του εκπαιδευτικού κόσμου της εποχής εκείνης. Ολοι σχεδόν οι συγγραφείς των διδακτικών βιβλίων ήσαν καθηγητές του Βαρβακείου. Ο Τόγκας, ο Μάζης, ο Τζουγανάτος, ο Καλαματιανός, ο Δορμπαράκης, ο Σούλιας υπήρξαν μερικοί από τους φωτισμένους δασκάλους μας. Μαζί με τους Γερακιο, Αδαμόπουλο, Χαρίτο, Κορώνη, Σίνη, Ζουβεν μας έμαθαν γράμματα.

Το Βαρβάκειο δεν σφράγισε μόνο τη ζωή μου, αλλά και τις θέσεις μου για την Παιδεία, όπως αυτές εκφράστηκαν με τις προσπάθειες που κατέβαλα για τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος, κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο Υπουργείο Παιδείας. Οι θέσεις μου βασίζονται στην παραδοχή ότι το κλειδί για την ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι η αναβάθμιση της ποιότητας του ‘Ελληνα εκπαιδευτικού.

Σήμερα γίνεται ευρύτατα γνωστό ότι η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι καίρια προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την ουσιαστική σύγκλιση του επιπέδου ζωής μας με αυτό των Ευρωπαίων εταίρων μας, μετά την είσοδό μας στην ΟΝΕ. Το κλειδί γι’ αυτή τη βελτίωση είναι επιστημονική, επαγγελματική και κοινωνική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών. Θα επιχειρήσω, στα περιορισμένα πλαίσια αυτού του κειμένου, που μου ζήτησε ο Σύλλογος των αποφοίτων του Βαρβακείου, να θίξω τα κύρια στοιχεία του σχετικού προβληματισμού.

Η αναβάθμιση των εκπαιδευτικών μας απαιτεί κοινωνική και πολιτική βούληση, χρόνο αρκετό, χρήματα πολλά και προπαντός συστηματική δουλειά. Σήμερα έχει ωριμάσει κοινωνικά η αναγκαιότητα της αναβάθμισης αυτής. Διακομματικά εκφράζεται, σε ευρεία έκταση, αυτή η βούληση. Χρήματα υπάρχουν αρκετά, αν, αφενός, αξιοποιηθούν οι πιστώσεις των εθνικών πόρων που μένουν για διάθεση λόγω της (μη επιθυμητής αλλά πραγματικής) υπογεννητικότητας και της συνακόλουθης μείωσης του μαθητικού δυναμικού και αν, αφετέρου, ανακατανεμηθούν παραγωγικότερα οι πιστώσεις των διαρθρωτικών κοινοτικών ταμείων που προορίζονται για την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση. Οι συνθήκες, λοιπόν, ευνοούν την εφαρμογή ενός προγράμματος αναβάθμισης των εκπαιδευτικών αμέσως μετά τις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000.

Η αναβάθμιση πρέπει να καλύπτει όλη την επαγγελματική ζωή και λειτουργία των εκπαιδευτικών, από την είσοδό τους στο χώρο μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Ειδικότερα:

Πρώτον, με δεδομένο ότι τα πανεπιστημιακά τμήματα εκπαιδεύουν φιλόλογους, μαθηματικούς, παιδαγωγούς, οικονομολόγους, μηχανικούς κλπ. και όχι ειδικευμένους εκπαιδευτικούς των αντίστοιχων κλάδων, ενώ παράλληλα μεσολαβεί κάποιος χρόνος μεταξύ της λήψης του πτυχίου και της εισαγωγής στην εκπαίδευση, θα πρέπει να ρυθμισθεί ανάλογα η διαδικασία, εισαγωγής στην εκπαίδευση. Για κάθε κλάδο εκπαιδευτικών πρέπει να πραγματοποιείται κατ’ έτος διαγωνισμός για την πρόσληψη του αριθμού των εκπαιδευτικών που προβλέπεται να διορισθούν το επόμενο έτος. Η εξέταση θα πρέπει να διαπιστώνει την κλίση για το λειτούργημα του εκπαιδευτικού, την επιστημονική γνώση και τη γενικότερη μόρφωσή του. Βάση στις εξετάσεις δεν είναι αναγκαία. Οι επιτυχόντες στο διαγωνισμό πρέπει να διορίζονται ως δόκιμοι εκπαιδευτικοί και να αμείβονται κανονικά από το Σεπτέμβριο του έτους του διαγωνισμού. Δεν πρέπει όμως να τοποθετούνται αμέσως σε σχολεία, αλλά να παρακολουθούν ένα ετήσιο μεταπτυχιακό κύκλο μαθημάτων σε μια σχολή, κατά το πρότυπο της σχολής δικαστών ή της διπλωματικής ακαδημίας. Η σχολή αυτή θα αυτοδιοικείται, όπως η σχολή δικαστών, και θα προετοιμάζει τους δοκίμους εκπαιδευτικούς για την εκπαιδευτική πράξη (παιδαγωγική, ψυχολογία, διδακτική, αξιολόγηση, διοίκηση της εκπαίδευσης, γνωστικά αντικείμενα διδασκόμενα από τον αντίστοιχο κλάδο στα σχολεία, πρακτικές ασκήσεις διδασκαλίας, εργαστηριακές ασκήσεις, ασκήσεις εκπόνησης θεμάτων και ερωτηματολογίων κλπ). Οι δόκιμοι εκπαιδευτικοί θα αποφοιτούν από τη σχολή τον Ιούνιο του επόμενου έτους από την έναρξη της φοίτησής τους σ’ αυτή, θα τοποθετούνται αμέσως σε εκπαιδευτικές περιφέρειες και θα διατίθενται από αυτές σε σχολεία, στα οποία θα αναλαμβάνουν υπηρεσία από την 1η Σεπτεμβρίου.

Δεύτερον, καθένας εκπαιδευτικός (και όσοι ασκούν κάθε είδους διευθυντικά ή άλλα ειδικά καθήκοντα), κάθε σχολείο και κάθε νομαρχιακή ή περιφερειακή ομάδα σχολείων ανά είδος και βαθμίδα, θα αξιολογούνται κατ’ έτος από τους διοικητικούς και επιστημονικούς προϊσταμένους και από τους συναδέλφους τους. Οι αξιολογήσεις αυτές θα λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη διορθωτικών μέτρων, αλλά και για την ανάληψη από τους εκπαιδευτικούς διοικητικών ή ειδικών καθηκόντων.

Τρίτον, οι εκπαιδευτικοί, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, θα αμείβονται με ειδικό μισθολόγιο, διαφορετικό από αυτό των διοικητικών υπαλλήλων. Με βάση τη σημερινή σχέση αφενός της μισθοδοσίας εκπαιδευτικών σε Ευρώ μεταξύ Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης και Ελλάδας (περίπου 2:1) και την αντίστοιχη σχέση τιμών (περίπου 4:3), είναι φανερό ότι οι μισθοί των εκπαιδευτικών θα πρέπει να αυξηθούν περίπου κατά 20-25%, ώστε να επέλθει σύγκλιση του επιπέδου τους με αυτά των ευρωπαίων εταίρων μας. Πέρα από αυτή τη γενική αύξηση, θα πρέπει να υπάρξει κλιμάκωση των αμοιβών ανάλογα με την εκτέλεση ειδικών καθηκόντων (διευθυντές – υποδιευθυντές σχολείων, διευθυντές εκπαίδευσης νομαρχιακού και περιφερειακού επιπέδου, σχολικοί σύμβουλοι, κλπ.).

Τέταρτον, οι εκπαιδευτικοί θα υποχρεούνται να παρακολουθούν διάφορους κύκλους ταχύρρυθμης ή μέχρι τρίμηνης επιμόρφωσης κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους (in service training), όποτε κρίνεται αναγκαίο και πάντως τουλάχιστο ανά πενταετία, αμειβόμενοι ειδικά για την επιτυχή παρακολούθηση της επιμόρφωσης.

Πέμπτον, τα κτηριολογικά προγράμματα των νέων σχολείων, καθώς και τα αντίστοιχα προγράμματα αναβάθμισης των υφισταμένων σχολικών κτηρίων, που θα πρέπει να γίνουν, θα προβλέπουν ειδικούς και άνετους χώρους για τους εκπαιδευτικούς, με έπιπλα γραφείου και βιβλιοθήκες για καθένα από αυτούς.

‘Εκτον, κάθε σχολείο θα πρέπει να αποκτήσει ευρύτερη αυτοδυναμία, με τη βοήθεια των γονέων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να μπορεί να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Το επίπεδο λειτουργίας και οι πρωτοβουλίες του κάθε σχολείου θα αμείβονται με βάση τους πάγιους πίνακες αυξημένης ή μειωμένης κρατικής επιχορήγησης που θα συνδέονται με την αξιολόγηση. ‘Ετσι θα διαμορφωθεί κλίμα κοινωνικής συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία, δημιουργικού συναγωνισμού ανάμεσα στα σχολεία και κοινωνικής αναγνώρισης σχολείων και εκπαιδευτικών.

Κάποιοι θα ισχυρισθούν ότι όσα προαναφέρω είναι ουτοπικά. Διαφωνώ ριζικά με μια τέτοια μοιρολατρική θεώρηση. Εκσυγχρονισμός στην παιδεία σημαίνει προπαντός, αναβάθμιση των εκπαιδευτικών, σημαίνει υπέρβαση των δυνάμεων της κατεστημένης αδράνειας, σημαίνει το νέο. Χρήματα θα έχουμε, αν ακολουθήσουμε τη μέθοδο που προανέφερα και αν σταδιακά αυξάνουμε τον εκπαιδευτικό προϋπολογισμό, ώστε να προσεγγίσουμε τη σχέση του με το ΑΕΠ που έχουν επιτύχει οι ευρωπαίοι εταίροι μας. Καιρός είναι να τα στρέψουμε, επιτέλους, κυρίως προς την ποιότητα, παρά προς την ποσότητα. Αφού πετύχαμε ορισμένους σημαντικούς στόχους (αναλογία μαθητών ανά αίθουσα και ανά εκπαιδευτικό, σχεδόν γενικευμένη φοίτηση στη μη υποχρεωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στην προσχολική αγωγή κλπ.) και σχεδόν συγκλίναμε με την Ευρώπη σ’ αυτούς, τώρα η κύρια φροντίδα μας δεν μπορεί παρά να είναι ο μόνος εγγυητής της ποιότητας: Ο εκπαιδευτικός ως άνθρωπος, κρατικός λειτουργός και αναγνωρισμένο δημιουργικό κύτταρο της κοινωνίας.